- προσδιωρισμένως
- προσδιορίζωdefineperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδιωρισμένως — Α επίρρ. 1. με τρόπο που προσδιορίζει 2. με επιφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσδιωρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού προσδιορίζω] … Dictionary of Greek